Μπήκε στην αίθουσα, κουτσαίνοντας ελαφρώς από την αριστερή μεριά. Η μαύρη δερμάτινη τσάντα του, παραφουσκωμένη από τις σημειώσεις του, έχασκε σαν στόμα άγριου ζώου. Ήταν λίγο χλωμός, αλλά χαμογελαστός και καλοδιάθετος όπως πάντα. Βηματίζοντας αργόσυρτα προς την έδρα και σφυρίζοντας ένα – γνωστό σ’ εμάς πια - σκοπό, κοντοστάθηκε και χάζεψε τις πρωινές ανοιξιάτικες ηλιαχτίδες, που γλιστρούσαν λαθραία μέσα από το παράθυρο σαν αραχνοΰφαντες ελπίδες. Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε, τον είχαμε μάθει πια. Το μάθημα της λογοτεχνίας θα γινόταν έξω. Στην αρχή τον θεωρούσαμε αλλόκοτο έως και παλαβό. Κι ο ‘Τζον Κήτινγκ’, ο καθηγητής στον Κύκλο των χαμένων ποιητών, δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Κι όμως. Είχαμε την τύχη να βιώσουμε στην πραγματικότητα όσα βίωσαν στην ταινία, οι μαθητές του ‘Κήτινγκ’.
Ποιητές και πεζογράφοι ανασταίνονταν στη
σκιά του ευκάλυπτου, στο προαύλιο του σχολείου. Ο ντροπαλός μαθητής,
απήγγελλε δυνατά στίχους του Σκαρίμπα κι η ντροπαλοσύνη του γινόταν
καράβι που βούλιαζε. Ο ψυχρός κι ο κυνικός ‘λύγιζαν’ στους στίχους της
Πολυδούρη. Ο αδιάφορος, έριχνε μες στ’ άπατα του Ελύτη μιαν ηχώ και
κατάφερνε επιτέλους να ακούσει τη φωνή του δυο και τρεις φορές. Ο
ανασφαλής ή εσωστρεφής, στεκόταν στο κέντρο ενός ανθρώπινου κύκλου και
με κλειστά μάτια άφηνε χαλαρό το σώμα του να πέσει, με τη σιγουριά ότι
θα τον έπιαναν οι συμμαθητές του. «Ασκήσεις εμπιστοσύνης για να γίνετε όλοι μια ομάδα», μας έλεγε. Μας έβαζε να περπατάμε ελεύθερα, χωρίς να επηρεαζόμαστε από το βηματισμό των άλλων συμμαθητών δίπλα μας.
«Να έχετε τη δική σας άποψη και όχι δανεική. Να παλεύετε για τα ‘πιστεύω’ σας»,
μας φώναζε, σχεδόν τραγουδιστά. Μας ανέβαζε πάνω στα θρανία για να
βλέπουμε πόσο διαφορετικά φαίνονται τα πράγματα από ψηλά. «Να μη φοράτε παρωπίδες. Το οπτικό σας πεδίο δεν είναι μόνο ένα». Την ερώτηση του σχολικού βιβλίου: «Ποια, πιστεύετε, ότι ήταν τα συναισθήματα του ποιητή, που τον ώθησαν να γράψει αυτό το ποίημα», μας είχε ζητήσει να τη σβήσουμε. «Τι βλακώδης ερώτηση! Ποτέ
δε θα το μάθετε αυτό. Κι αν το επιχειρήσετε, να ξέρετε πως θα σας
χλευάσουν από εκεί που βρίσκονται. Το ερώτημα είναι, τι εισπράττετε
εσείς, διαβάζοντας ένα ποίημα, τι αισθάνεστε; Ζωγραφίστε το, μελοποιήστε
το, μοιραστείτε το!»
(Κι ο ‘Τζον Κήτινγκ’ δεν είχε γεννηθεί ακόμα…)
Στο τέλος κάθε υπαίθριου μαθήματος, έβγαζε από την τσάντα του φωτοτυπημένες σελίδες με ποιήματα και τις πέταγε έξω στο δρόμο σαν φέϊγ βολάν. «Τροφή για τους περαστικούς. Όλο και κάποιος πεινασμένος θα περνάει…» , μας έλεγε χαμογελώντας.
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό ήταν το
τελευταίο του μάθημα. Έλειπε για ένα μήνα και κανείς δε μας έλεγε
τίποτα. Ο αντικαταστάτης του στάθηκε άτυχος κι εμείς άδικοι μαζί του,
αλλά το μέτρο σύγκρισης ήταν συντριπτικό. Μια μέρα μπήκε στην αίθουσα ο
διευθυντής του σχολείου και μας διάβασε ένα σημείωμα.
«Δε θέλω στεφάνια. Τα στεφάνια
είναι για τους ήρωες. Θα είμαι καλά. Άλλωστε, ‘στον Παράδεισο έχω
σημαδέψει ένα νησί…’ κι έχει αρκετούς ‘πεινασμένους’».
Κι αναρωτιέμαι: «Υπάρχουν γύρω μας
τέτοιοι δάσκαλοι; Τέτοιοι καθηγητές; Τέτοιοι άνθρωποι; Θέλω να πιστεύω
ότι, ναι, υπάρχουν. Δε γίνεται αλλιώς. Λένε πως έχει μοναξιά στον
Παράδεισο…»
«My Captain does not answer, his lips are pale and still…»*
* (Ο Καπετάνιος μου δεν απαντά, τα χείλη του χλωμά κι ασάλευτα…»
Walt Whitman ("Oh Captain, my Captain...")
Της Κωνσταντίνας Πέππα
Αναδημοσίευση από: http://www.protagon.gr
Πηγή: http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου